- πτύρονται
- πτύ̱ρονται , πτύρομαιto be scaredpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξενοπαθώ — ξενοπαθῶ, έω (Α) ενοχλούμαι από κάτι παράξενο και ασυνήθιστο («ὥσπερ οἱ πῶλοι τοὺς συνήθεις ἐπιβάτας ποθοῡντες, ἐὰν ἄλλον φέρωσι, πτύρονται και ξενοπαθοῡσι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + παθῶ (< παθής < πάθος), πρβλ. δεινο παθώ] … Dictionary of Greek